- υπερευήθης
- -εύηθες, Απάρα πολύ ανόητος ή αφελής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + εὐήθης «αφελής, χαζός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek